-
1 βαφη
ἥ1) тж. pl. окраска, цвет Aesch., Plat., Arst., Plut.2) крашеная тканьκρόκου βαφαί Aesch. — шафранно-желтые одежды;
βαφαὴ ὕδρας Eur. — платье, омоченное в крови гидры3) закалка(χαλκοῦ Aesch.; σιδήρου Soph., Arst.)
4) острота, крепость(οἴνου Plut.)
5) перен. характер, привкус -
2 βαφή
-
3 βαφή
[вафи] ουσ. Θ. краска. окрашивание, покраска,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βαφή
-
4 βαφή
[вафи] ουσ θ краска. окрашивание, покраска. -
5 αμειβω
(aor. ἤμειψα - дор. ἄμειψα с ᾱμ; aor. med. ἠμειψάμην и ἠμείφθην; aor. pass. ἠμείφθην)1) тж. med. менять(ся), обменивать(τί τινος Hom., Plut. и τι ἀντί τινος Pind., Eur.)
πρός τινά τι ἀ. τινος Hom. — выменивать у кого-л. что-л. на что-л.;ἀμείψασθαί τι πρὸς νόμισμα Plut. — вернуть что-л. в обмен на деньги;ἀ. χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ Aesch. — принимать пурпурную окраску;μορφέν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν Eur. — сменив внешность бога на человеческую;ἀμεῖψαί τινα ἀντὴ τῆς ψυχῆς ἑαυτοῦ Eur. — спасти кого-л. ценой своей жизни2) сменять, чередоватьὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀ. Hom. — медленно передвигать ноги;преимущ. med. — чередоваться, сменяться, перемежаться:ἀ. τι διαδοχαῖς χεροῖν Eur. — передавать что-л. из рук в руки;ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε Eur. — вот новое событие приходит на смену недавним;ἐν ἀμείβοντι (sc. χρόνῳ) Pind. — попеременно, чередуясь;οἱ ἀμείβοντες (sc. δοκοί или στρωτῆρες) Hom. — кровельные стропила;ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον Hom. — они посменно несли стражу;ἀμειβόμενος προσηύδα Hom. — он, в свою очередь, сказал (ср. 5)3) воздавать, отплачивать(τινά τινι Hom., реже τινί τι Eur. и τινά τινος Luc.)
εὖ τινα δώροισιν ἀμείψασθαι Hom. — вознаградить кого-л. богатыми дарами;ἀμείψεται φόνον φόνος Eur. — убийство будет возмездием за убийство;χάριν τινὴ ἀμεῖψαι Aesch. — отблагодарить кого-л.;εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν ἀμείβεσθαι Xen. — достойно отблагодарить за благодеяния;πολλοῖσι κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο Eur. — многие поплатились за преступную корысть;δίδυμα παλίμποινα ἀμεῖψαι Aesch. — возместить в двойном размереβίοτον ἀμεῖψαι (v. l. ἀμείψασθαι) Aesch. — прожить жизнь5) med. отвечать, возражать(τινα Hom., Eur.)
χαλεποῖσιν ἀμείβεσθαι ἐπέεσσιν или μύθοισιν Hom. — обмениваться сердитыми речами, перебраниваться; -
6 υσγινοβαφη
-
7 χρως
χρωτός ὅ (gen. тж. χροός, dat. χρωτί, χροΐ и χρῷ, acc. χρῶτα, χρόα - эол. χρῶ)1) досл. поверхность тела, кожа, перен. тело(ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα, χρῶτ΄ ἀπονιψαμένη Hom.)
κακὰ χροῒ εἵματ΄ ἔχειν Hom. — быть плохо одетым;κείρειν ἐν χροΐ Her. — стричь до кожи, т.е. низко обстригать;ἐν χρῷ κεκαρμένος Xen. — коротко остриженный;ξυρεῖν ἐν χρῷ Soph. — больно задевать, брать за живое;ἐν χρῷ τῆς γῆς Plut., Luc.; — вплотную к земле, у самой земли;ἐν χρῷ παραπλεῖν Thuc. — проплывать в непосредственной близости;ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην Plut. — сходиться для ближнего боя, вступать в рукопашный бой;ἥ ἐν χρῷ συνουσία Luc. — тесное знакомство2) цвет кожи или лицаτῶν δὲ τράπετο χ. Hom. — они переменились в лице, т.е. побледнели;
χρωτὸς εὐειδές φύσις Eur. — красивый цвет лица, цветущий вид;φεῦγε δ΄ ἄπο χ. Theocr. — краска исчезла, т.е. лицо побледнело;ἐπὴ τῷ χρωτὴ μέγα φρονεῖν Xen. — гордиться своей наружностью;ἀμείβειν χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ Aesch. — стать пурпурным
См. также в других словарях:
βαφή — dipping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
βαφή — η 1. το μπογιάτισμα, ο χρωματισμός, το βάψιμο: Η βαφή των μαλλιών μου έγινε προσεχτικά. 2. το χρώμα, η μπογιά: Το δωμάτιο του παιδιού χρωματίστηκε με ειδική, οικολογική βαφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφῇ — βάπτω dip aor subj pass 3rd sg βαφῆι , βαφεύς a dyer masc dat sg (epic ionic) βαφή dipping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖς — βαφή dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖσι — βαφή dipping fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαί — βαφή dipping fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφήν — βαφή dipping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφῶν — βαφή dipping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Baphomet — For other uses, see Baphomet (disambiguation). The 19th century image of a Sabbatic Goat, created by Eliphas Lévi. The arms bear the Latin words SOLVE (dissolve) and COAGULA (congeal). Baphomet (English pronunciation: /ˈbæfɵmɛt/, from … Wikipedia